- αποκόπτω
- κ. -κόβω κ. -κόφτω (ΑΜ ἀποκόπτω)1. κόβω εντελώς, πέρα-πέρα2. απομακρύνω3. (για σκέψη) αλλάζω, μεταβάλλω4. (για φθόγγους) παθαίνω αποκοπήμσν.- νεοελλ.1. εμποδίζω2. (για ομιλητή, αφηγητή) σταματώ, διακόπτω3. σταματώ να θηλάζω το βρέφος4. (για το γάλα του θηλασμού) σταματώ5. αποτιμώμσν.1. κατασφάζω2. σταματώ κάτιαρχ.Ι. ελαττώνωII. (-ομαι)1. θρηνώ χτυπώντας το στήθος με τα χέρια2. (για περιόδους του λόγου) τερματίζομαι απότομα3. φρ. «ἀποκόπτομαι τὰ γεννητικά» — ευνουχίζομαι5. (η μτχ. πρκμ.) ὁ ἀποκεκομμένοςο ευνούχος.
Dictionary of Greek. 2013.